- πεπλασμένως
- Αεπίρρ. τεχνητά, προσποιητά («εἱ μὴ πεπλασμένως, ἀλλ' ἀληθῶς φιλόσοφος τις εἴη», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πλάσσω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεπλασμένως — artificially indeclform (adverb) πλάσσω form perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ … Dictionary of Greek
πεφυκότως — Α επίρρ. φυσικά, με φυσικότητα («δεῑ... μὴ δοκεῑν λέγειν πεπλασμένως, ἀλλὰ πεφυκότως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφυκώς, ότος τού φύω] … Dictionary of Greek